Ο φυσικός πλούτος της Μήλου

Η χλωρίδα της Μήλου

Ξυλώδη φυτά

Το μεγαλύτερο είδος που συναντάμε αυτοφυές στη Μήλο είναι το κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens). Παλαιότερα πρέπει να είχε μεγάλη εξάπλωση σε όλο το νησί. Η συνεχής όμως ξύλευσή του και η εκχέρσωση για δημιουργία χωραφιών ή βοσκοτόπων το έχει περιορίσει σήμερα σε μία ρεματιά, όπου ακόμα σχηματίζει όμορφες συστάδες ύψους μέχρι και 20 μ. και όπου παρουσιάζει αξιοσημείωτη αναγέννηση.

Άλλα είδη κωνοφόρων είναι ο κέδρος (Juniperus macrocarpa) και η φίδα (Juniperus phoenicea), τα οποία εμφανίζονται με τη μορφή θάμνων αλλά και μικρών δένδρων με ύψος έως 10 μ. και σπάνια έως 12 μ. Σε πολλά μέρη σχηματίζουν πυκνές συστάδες.

Όλα τα πιο πάνω δενδρώδη είδη τα συναντάμε σε πυκνότερους πληθυσμούς στη δυτική, κεντρική και νότια Μήλο και σε πολύ αραιότερους πληθυσμούς στη βόρεια και ανατολική Μήλο.

Juniperus phoenicea

Εδώ πρέπει να αναφερθεί το αξιοπερίεργο γεγονός, ότι στις Κυκλάδες και κατ’ επέκταση και στη Μήλο δεν υπάρχουν καθόλου αυτοφυή πεύκα.

Το πουρνάρι (Quercus coccifera), χαρακτηριστικό είδος της Ευμεσογειακής βλάστησης, έχει περιοριστεί εξ αιτίας της έντονης ξύλευσης, της εκχέρσωσης με τη μέθοδο της φωτιάς και της υπερβόσκησης σε απόμερες περιοχές και σπάνια θα το δούμε να σχηματίζει πυκνές συστάδες. Το ύψος του σε μερικές θέσεις φτάνει τα 10 μ.

Το φιλλύκι (Phillyrea latifolia), χαρακτηριστικό μεσογειακό είδος και αυτό, σχηματίζει εκτεταμένες συστάδες σε μίξη με την αγριελιά (Olea europaea var sylvestris), τη χαρουπιά (Ceratonia siliqua), τη φίδα, την αγριαπιδιά (Pyrus amygdaliformis) στο νότιο κυρίως μέρος του Χάλακα. Και αυτές οι συστάδες όμως είναι έντονα υποβαθμισμένες από τη συνεχή ξύλευση, την υπερβόσκηση και τις πυρκαγιές.

Στις πιo υγρές θέσεις (ρεματιές) συναντάμε την κουμαριά (Arbutus unedo). Σχηματίζει πυκνές συστάδες και, σε αρκετές περιοχές, φτάνει σε ύψος τα 12 μ. Σε τέτοιες υγρές θέσεις συναντάμε, είτε σε συστάδες είτε όχι, τους θάμνους: πικροδάφνη (Nerium oleander), μυρτιά (Myrtus communis) και λυγαριά (Vitex agnus-castus).

Το πιο διαδεδομένο και χαρακτηριστικό είδος βλάστησης της Μήλου είναι ο σχίνος (Pistacia lentiscus). Τον συναντάμε παντού, είτε σαν χαμηλό θάμνο που έρπει στο διαβρωμένο έδαφος, είτε σαν μικρό δένδρο με ύψος έως και 3 μ. Συνοδεύει ως είδος υπορόφου (ονομάζεται έτσι η χαμηλή βλάστηση μέχρι το ύψος των 3-4 μ.) όλα τα προηγούμενα είδη φυτών.

Φρύγανα

Cistus salvifolius

Ευρεία διάδοση έχουν οι φρυγανότοποι, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από το είδος του φρύγανου που κυριαρχεί. Έτσι, στη Μήλο, σε γενικές γραμμές, διακρίνουμε φρυγανότοπους, όπου κυριαρχεί το κισσάρι (Cistus creticus, Cistus salvifolius), η αστοιβή (Sarcopo-terium spinosum), το ρείκι (Erica mani-puliflora) και το θυμάρι (Thymus capitatus).

Τα φυτά αυτά δεν απαντώνται ποτέ μόνα τους αλλά συνοδεύονται από άλλα, όπως ο αχινόποδας (Genista acanthoclada), ο ασπάλαθος (Calycotome villosa), η κοντιλιά (Rhamnus lycioides), ο αλίφωνας ή φώνος (Centaurea spinosa) και τα αρωματικά όπως το θρούμπι (Satu-reja thymbra), η λεβάντα (Lavandula stoechas), το φασκόμηλο (Salvia triloba), η ασφάκα (Phlomis fruticosa), η αψιθιά (Artemisia absinthium) και αρκετά άλλα.

Βολβοί & Αγρωστώδη

Ophrys sp.

Ανάμεσα στα φρύγανα εμφανίζονται διάφορα γαιόφυτα, μικρά φυτά με βολβούς η κονδύλους, που άλλα ανθίζουν το φθινόπωρο μετά τις πρώτες βροχές και άλλα την άνοιξη, δίνοντας ένα πολύ όμορφο χρώμα στο τοπίο της Μήλου. Τέτοια φυτά είναι τα μανουσάκια (Narcissus sp.), oι κρόκοι (Crocus sp.), οι ίριδες (Iris sp.), οι γλαδιόλες (Gladiolus italicus) και διάφορα είδη ορχιδέας (Ophrys sp. και Orchis sp.). Επίσης, εμφανίζονται διάφορα μονοετή αγρωστώδη, όπως τα Aegilops sp., Avena sterilis, Brachypodium sp., Briza media, καθώς και διάφορα μονοετή ψυχανθή όπως τα Vicia sp., Lathyrus sp.,Medicago sp., Trifolium sp., Onobrychis sp.

Πλούσια είναι και η χλωρίδα σε λιβάδια και εγκαταλειμμένους αγρούς. Χαρακτηριστικά είδη είναι η παπαρούνα (Papaver rhoeas), η μανταλίδα (Chrysanthemum coronarium και Chrysanthemum segetum), ο σκούλουμπρας (Scolymus hispanicus), οι ανεμώνες (Anemone coronaria), το Tragopogon porrifolius και πολλά άλλα. Τέλος, αξίζει να αναφερθεί το φυτό ξυνήθρα (Oxalis pes-caprae) που ήρθε από τη Νότια Αφρική στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και έχει εγκλιματιστεί με τόση επιτυχία, ώστε σήμερα να θεωρείται από πολλούς ντόπιο είδος.

Ανθεκτικά στην αλμύρα

Dianthus fruticosus

Στις περιοχές όπου η θάλασσα ασκεί καθοριστική επίδραση, αναπτύσσονται φυτά που αντέχουν στην αλμύρα.

Τέτοια είναι η αλμύρα (Tamarix gallica), μικρό δέντρο που φτάνει σε ύψος τα 7μ. Σε όλες σχεδόν τις παραλίες συναντάμε την αλυμιά (Atriplex halimus), χαρακτηριστικό θάμνο με γαλαζοπράσινα φύλλα, καθώς και το γνωστό κρίταμο (Crithmum maritimum). Σπάνια είδη που συναντάμε σε ορισμένες απόκρημνες παραλίες είναι η αγριογαρυφαλλιά (Dianthus fruticosus) και το Convolvulus oleifolius.

Κρίνος της Πλάθιενας

Αξίζει ιδιαίτερη αναφορά στον κρίνο της θάλασσας (Pancratium maritimum), φυτό της οικογένειας των Αμαρυλλίδων (Amaryllidaceae), που παλαιότερα συναντούσαμε σε όλες τις αμμουδιές όπου ο άνεμος ευνοεί το σχηματισμό αμμοθινών.

Το θαλασσινό Κρίνο τον συναντάμε με αρκετά ονόματα στην Ελλάδα όπως Κρίνος του Φαλήρου, Κρίνος της Άμμου και εδώ στη Μήλο, Κρίνος της Πλάθιενας. Η άνθηση του φυτού ξεκινάει από τα τέλη Ιουλίου και ολοκληρώνεται αρχές Σεπτεμβρίου. Τα άνθη του είναι μεγάλα, λευκά και πολύ εύοσμα. Το διάστημα από τα τέλη Μαΐου έως ότου ανθίσει, ο Κρίνος της Θάλασσας διαθερίζει σαν βολβός θαμμένος βαθιά μέσα στην άμμο. Οι σπόροι του, μαύροι κι ελαφροί, επιπλέουν στη θάλασσα. Αυτή με την σειρά της αναλαμβάνει το Φθινόπωρο να τους ταξιδέψει σε μεγάλες αποστάσεις, μέχρι κάποια στιγμή να τους αποθέσει σε κάποια άλλη ακτή. Παλαιότερα τον συναντούσαμε σε όλες τις αμμουδιές της Μήλου. Η ανεξέλεγκτη ανάπτυξη τα τελευταία 50 χρόνια των παραθαλάσσιων περιοχών όλης της Μεσογείου όπως και της Ελλάδας έχει μεταβάλλει το οικολογικό περιβάλλον του Κρίνου, με αποτέλεσμα να είναι ένα από τα απειλούμενα φυτικά είδη της Μήλου αλλά και ολόκληρης της Μεσογείου. Αν, λοιπόν βρεθείτε καλοκαίρι στη Μήλο και είστε τυχεροί και συναντήσετε αυτό το πανάρχαιο φυτό στις παραλίες της Μήλου, θαυμάστε το, μυρίστε το, φωτογραφίστε το, αλλά μην το κόψετε, ούτε να το ξεριζώσετε.

Κρεμνόφυτα και αναρριχώμενα

Lonicera etrusca

Μία χαρακτηριστική κατηγορία φυτών που συναντάμε στη Μήλο είναι τα κρεμνόφυτα που, όπως φανερώνει και το όνομά τους, φύονται σε γκρεμούς και αναπτύσσονται πάντα προς τα κάτω. Αυτά είναι η κάπαρη (Capparis spinosa) και η εφέντρα (Ephedra fragilis var. campylopoda). Άλλη χαρακτηριστική στο νησί κατηγορία φυτών είναι τα αναρριχώμενα όπως ο αρκουδόβατος (Smilax aspera), το αγιόκλημα (Lonicera etrusca) και η αγράμπελη (Clematis cirrhosa).

Η πανίδα της Μήλου

Θηλαστικά

Το μεγαλύτερο θηλαστικό είναι ο λαγός (Lepus europaeus), που σήμερα κινδυνεύει να εξαφανιστεί, όχι από το έντονο κυνήγι αλλά από τα κουνέλια, που άφησε ελεύθερα ο σύγχρονος άνθρωπος και που ανταγωνίζονται έντονα και με επιτυχία το λαγό.

Έχουν επίσης καταγραφεί είδη όπως ο σκαντζόχοιρος (Erinaceus concolor), διάφορα είδη ποντικών (Rattus rattus και Mus domesticus), ένα είδος νυκτερίδας (Pipistrellus sp.) και ένα είδος μυγαλίδας (Suncus etruscus).

Ένα ακόμα στοιχείο, χαρακτηριστικό της επίδρασης του ανθρώπου, είναι η παντελής ανυπαρξία αρπακτικών θηλαστικών πάνω στο νησί της Μήλου.

Bird fauna

Laruw Cachinnans

Η Μήλος φιλοξενεί ένα από τα πιο σπάνια αρπακτικά σήμερα, τον μαυροπετρίτη ή βαρβάκι (Falco eleonora), ένα είδος γερακιού που ζει και αναπαράγεται στα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη. Άλλα αρπακτικά πουλιά που συναντάμε στη Μήλο είναι ο σπιζαετός (Hieraeetus fasciatus), που σήμερα κινδυνεύει εξαιτίας του κυνηγιού, η γερακίνα (Buteo buteo) και το γαδινέλι (Falco tinnunculus), είδος μικρού γερακιού.

Τέλος, από τα νυκτόβια αρπακτικά συναντάμε την κουκουβάγια (Athene noctua) και την τυτώ (Tyto alba).

Άλλα μόνιμα πουλιά είναι η νησιώτικη πέρδικα (Alectoris chukar), το αγριοπερίστερο (Columba livia), η δεκαοχτούρα (Streptopelia decaocto) και διάφορα μικρά στρουθιόμορφα όπως ο κατσουλιέρης (Galerida cristata), η σταρήθρα (Alauda arvensis), ο τρυποφράχτης (Troglodytes troglodytes), ο σπουργίτης (Passer domesticus), επίσης η κουρούνα (Corvus corone) και ο κόρακας (Corvus corax).

Από τα θαλασσοπούλια πιο κοινά είναι ο γλάρος (Larus cacchinans) και ο θαλασσοκόρακας (Phalacrocorax aristotelis).

Η Μήλος, με τους μικρούς της υγροβιότοπους, παίζει σπουδαίο ρόλο στις μεταναστεύσεις των πουλιών, ως ενδιάμεσος σταθμός στο μακρινό τους ταξίδι. Στη διάρκεια σχετικών παρατηρήσεων, έχει καταγραφεί πλήθος σπάνιων και μη πουλιών, που περνάνε από το νησί, τόσο κατά την ανοιξιάτικη όσο και κατά τη φθινοπωρινή μετανάστευση.

Μερικά είδη που μπορούμε να αναφέρουμε είναι ο πολύ σπάνιος ψαραετός, ο χρυσαετός, όλα τα είδη κίρκου, τα περισσότερα από τα είδη των ερωδιών, οι κύκνοι, τα φλαμίγκος, πολλά ακόμα παρυδάτια αλλά και μπεκάτσες, τρυγόνια, κοτσύφια, κεφαλάδες, φάσες και πολλά άλλα.

Ερπετοπανίδα

Lizard

Η ύπαρξη γλυκών νερών καθ΄όλη τη διάρκεια του έτους στην περιοχή του Αεροδρομίου αλλά και στην πηγή του Άη-Γιάννη του Σιδεριανού επιτρέπει την ύπαρξη βατράχων του είδους Rana ridibunda στο νησί. Υπάρχουν επίσης δύο είδη σαύρας (Lacerta trilineata και Podarcis milensis), το τελευταίο μάλιστα είναι ενδημικό και υπάρχει μόνο στη Μήλο, την Κίμωλο, την Πολύαιγο και την Αντίμηλο.

Πλούσια είναι και σε φίδια η Μήλος με πιο γνωστό την οχιά της Μήλου (Macrovipera schweizeri), είδος ενδημικό και προστατευόμενο. Η οχιά της Μήλου πέφτει σε χειμερία νάρκη από την οποία ξυπνά την άνοιξη. Σχεδόν όλη η Δυτική Μήλος (Χάλακας) εντάσσεται στο δίκτυο προστατευόμενων περιοχών Natura 2000, περιοχών δηλαδή «αφιερωμένων στην προστασία και διατήρηση της βιολογικής ποικιλότητας […]».

Άλλα είδη είναι το αγιόφιδο (Telescopus fallax) το νερόφιδο (Natrix natrix) και το σπιτόφιδο (Elaphe situla).

Μοιραστείτε το